αιμωδιασμός

αιμωδιασμός
ο (Μ αἱμωδιασμὸς) [αἱμωδιῶ]
η αιμωδία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αἱμωδιασμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμωδιασμόν — αἱμωδιασμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιμωδιώ — ( άω) (Α αἱμωδιῶ) νεοελλ. αισθάνομαι παροδική νάρκη σε κάποιο μέλος τού σώματός μου, μουδιάζω, μυρμηγκιάζω αρχ. 1. μουδιάζει το στόμα μου, ιδίως τα ούλα, από ερεθισμό που προξένησε η λήψη ξινής τροφής 2. τρέχουν τα σάλια μου 3. κάνω τα δόντια να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”